- ξαναφτειάχνω
- και ξαναφκειάνω1. κατασκευάζω εκ νέου2. ανοικοδομώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφτειάνω — και μεταφτειάχνω και ματαφτειάνω (Μ μεταφτειάνω και ματαφτειάνω) επισκευάζω ή χτίζω ξανά, ξαναφτειάχνω … Dictionary of Greek
ξαναχύνω — (Μ ξαναχύνω) 1. χύνω ξανά 2. ξαναφτειάχνω, ξανακατασκευάζω … Dictionary of Greek